διάδεσμος

διάδεσμος
ο (AM διάδεσμος) [διαδέω]
νεοελλ.
ειδικός επίδεσμος που προστίθεται στον πλατύδεσμο για να τόν κάνει ανθεκτικότερο
αρχ.-μσν.
δεσμός, ταινία για σύνδεση
αρχ.
επίδεσμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διάδεσμος — connecting band masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδέσμοις — διάδεσμος connecting band masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδέσμους — διάδεσμος connecting band masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδέσμων — διάδεσμος connecting band masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάδεσμοι — διάδεσμος connecting band masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …   Dictionary of Greek

  • διαδεσμώ — διαδεσμῶ ( έω) (Α) [διάδεσμος] δένω ταινία στο κεφάλι μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”